- ἐκτρίβομαι
- ἐκτρί̱βομαι , ἐκτρίβωrub outpres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παρεκτρίβομαι — Α [εκτρίβω] 1. εκβάλλω κάτι πλαγίως με την τριβή 2. παθ. εκτρίβομαι ισχυρώς, υφίσταμαι έντονη τριβή («παρεκτριβομένου τοῡ ἀέρος», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek